
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Herman Knaust ίδρυσε την Iron Mountain το 1951 στο Livingston της Νέας Υόρκης. Αποκαλούμενος ως ο “Βασιλιάς των Μανιταριών” από τους γείτονες του στην Κοιλάδα του Ποταμού Hudson, ο Knaust ξεκίνησε πρώτα να δημιουργεί περιουσία από την καλλιέργεια και το εμπόριο μανιταριών. Το 1936, πλήρωσε $9,000 για ένα ορυχείο σιδηρομεταλλεύματος και για 100 στρέμματα γης προκειμένου να έχει περισσότερο χώρο για την καλλιέργεια του προϊόντος του. Αλλά μέχρι το 1950, η αγορά μανιταριών είχε μεταβληθεί, οπότε και ο κ. Knaust αποφάσισε ένα νέο επιχειρηματικό εγχείρημα – κάτι με το οποίο θα αξιοποιούσε καλύτερα το ορυχείο του, το οποίο και ονόμασε "Iron Mountain."
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κ. Knaust χρηματοδότησε τη μετεγκατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες πολλών Εβραίων μεταναστών που είχαν χάσει την ταυτότητά τους επειδή τα προσωπικά τους αρχεία είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κατά τη χρονική αυτή στιγμή, είχε επίσης ξεσπάσει ο φόβος του Ψυχρού Πολέμου σχετικά με την ατομική ασφάλεια. Και οι δυο αυτοί παράγοντες οδήγησαν τον κ. Knaust να επικεντρωθεί στην προστασία πληροφοριών ζωτικής σημασίας από πολέμους ή άλλες καταστροφές.


Ως εκ τούτου, ιδρύθηκε η Iron Mountain Atomic Storage, Inc. το 1951. Ο κ. Knaust άνοιξε τους πρώτους χώρους ασφαλούς αποθήκευσης εντός της Iron Mountain και δημιούργησε γραφείο πωλήσεων στο Empire State Building. Έχοντας ικανότητες σχετικές με τη δημοσιότητα, έπεισε εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο Στρατηγός Douglas MacArthur να επισκεφθούν το χώρο της Iron Mountain. Η σχετική δημοσιότητα ήταν η επέκταση του νέου εγχειρήματος για πρόγραμμα μάρκετινγκ. O πρώτος πελάτης της Iron Mountain ήταν το Ταμιευτήριο East River, το οποίο έστειλε μικροφίλμ αντίγραφα των αρχείων καταθέσεων και διπλογραφικές κάρτες υπογραφής με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα στις νέες εγκαταστάσεις αποθήκευσης της Mountain. Ακολούθησαν σύντομα και άλλοι εταιρικοί πελάτες όπως εταιρείες με έδρα τη Νέα Υόρκη που άρχισαν να συνειδητοποιούν την ανάγκη να προστατεύσουν τα σημαντικά τους αρχεία.
Η Iron Mountain συνέχισε να αναπτύσσεται στην αγορά της Πόλης της Νέας Υόρκης, επεκτεινόμενη πέραν των αρχικών της εγκαταστάσεων σε ένα ορυχείο ασβεστόλιθου πιο κοντά στην πόλη. Η Iron Mountain ήταν τώρα η κορυφαία εταιρεία προστασίας αρχείων ζωτικής σημασίας.
Οι πελάτες θέλησαν σύντομα να αποθηκεύουν και το μεγάλο όγκο των έγχαρτων αρχείων τους. Το 1978, η Iron Mountain άνοιξε την πρώτη της υπέργεια εγκατάσταση αποθήκευσης στη Νέα Υόρκη. Η Iron Mountain επεκτάθηκε πέρα από την αγορά της Πόλης της Νέας Υόρκης το 1980, όταν άνοιξε ένα χώρο στη Νέα Αγγλία για να εξυπηρετήσει την αναδυόμενη ανάγκη προστασίας των δεδομένων αντιγράφων ασφαλείας των υπολογιστών. Το 1983, η Iron Mountain επεκτάθηκε περαιτέρω στην Νέα Αγγλία με την αγορά του New England Storage Warehouse στη Βοστώνη. Αυτή ήταν η πρώτη εξαγορά της Iron Mountain και έδωσε στην εταιρεία μια ισχυρή θέση στις αγορές διαχείρισης ιατρικών και νομικών αρχείων.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Iron Mountain είχε συγκεντρώσει όλες τις γραμμές παραγωγής που αποτελούν το θεμέλιο της σημερινής εταιρείας. Προσέφερε υπηρεσίες αποθήκευσης και διαχείρισης έγχαρτων αρχείων (συμπεριλαμβανομένων μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων στις κάθετες ιατρικές και νομικές αγορές), υπηρεσίες προστασίας δεδομένων εξ αποστάσεως και υπηρεσίες προστασίας αρχείων ζωτικής σημασίας στις αγορές της Νέας Υόρκης και της Νέας Αγγλίας.
Το 1988, η Iron Mountain πραγματοποίησε ένα σημαντικό βήμα προόδου με την εξαγορά της Bell & Howell Records Management, Inc., μιας θυγατρικής της Bell & Howell Corporation και τετραπλάσιου μεγέθους από αυτήν. Η Bell & Howell Records Management, στη συνέχεια ο ηγέτης του κλάδου, εξυπηρετούσε τις 12 μεγαλύτερες αγορές των Η.Π.Α, καμιά από τις οποίες δεν εξυπηρετούσε η Iron Mountain. Ως αποτέλεσμα, η Iron Mountain έγινε ο πρώτος εθνικός πάροχος υπηρεσιών στον κλάδο.
Η επέκταση συνεχίστηκε μέχρι το 1995, όπου η Iron Mountain είχε αναπτυχθεί με ετήσια έσοδα ύψους $100 εκατομμυρίων δολαρίων. Οι ηγέτες της Εταιρείας θεώρησαν ότι ήταν η σωστή στιγμή για την ενοποίηση του κλάδου διαχείρισης αρχείων. Το Φεβρουάριο 1996, η Iron Mountain έγινε δημόσια επιχείρηση, αντλώντας κεφάλαια, εν μέρει, για να ξεκινήσει αυτή την ενοποίηση.
Σήμερα, η Iron Mountain κατέχει ηγετική θέση στον κλάδο υπηρεσιών αποθήκευσης και διαχείρισης πληροφοριών, εξυπηρετώντας 230,000 πελάτες σε περισσότερες από 50 χώρες και στις πέντε ηπείρους. Όντας εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης υπό την ονομασία IRM, η Iron Mountain αποτελεί μια εταιρεία του δείκτη του χρηματιστηρίου S&P 500 και μέλος της Fortune 1000 (σημερινή κατάταξη: 649). Οργανισμοί σε κάθε μεγάλο κλάδο και όλων των μεγεθών – συμπεριλαμβανομένων πάνω από το 95% της FORTUNE 1000 – στηρίζονται στην Iron Mountain ως εταίρο διαχείρισης των πληροφοριών τους.
Με έσοδα ύψους $3.0 δισεκατομμυρίων για το 2015 και με την πιο ευρεία πλατφόρμα παροχής υπηρεσιών που εξυπηρετεί τις περισσότερες αγορές παγκοσμίως, η Iron Mountain είναι ο πιο αξιόπιστος εταίρος παροχής υπηρεσιών αποθήκευσης και διαχείρισης πληροφοριών. Ο Herman Knaust επέδειξε εξαιρετική διορατικότητα το 1952 όταν είπε ότι, “Αυτή η επιχείρηση θα ανθήσει…”
1951
1975
1978
1980
Γίνεται ιδρυτικό μέλος της Διαχείρισης Επαγγελματικών Αρχείων και Υπηρεσιών Πληροφοριών (PRISM), πρώην ACRC
1981
1983
1986
Γίνεται η κυρίαρχη εταιρεία διαχείρισης αρχείων στα Βορειοανατολικά
1988
1991
1994
1995
1996
1997
Εισέρχεται στην αγορά υπηρεσιών Διαχείρισης Πληροφοριών Υγείας με την εξαγορά της Record Masters (HIMSCorp.)
1998
1999
Εισέρχεται στην Μεξικανική αγορά με την εξαγορά της SAC Mexico
2000
Συγχωνεύεται με την Pierce Leahy Archives, τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης αρχείων, καθιστώντας την Iron Mountain τη μόνη εταιρεία που παρέχει πλήρη σειρά υπηρεσιών διαχείρισης αρχείων και πληροφοριών σε όλο το Δυτικό Ημισφαίριο και στην Ευρώπη
2001
2002
2003
Η Ernst & Young αποκαλεί τον Διευθύνοντα Σύμβουλο Richard Reese "N.E. Επιχειρηματία της Χρονιάς"
2004
Επεκτείνει υπηρεσίες Ασφαλούς Καταστροφής στον Καναδά μέσω της εξαγοράς του δικαιοπαρόχου Proshred Security International Inc. με έδρα στο Ontario
Διαμορφώνει τη Ψηφιακή επιχειρηματική μονάδα της Iron Mountain, κατόπιν της εξαγοράς της Connected Corporation, κορυφαίας στη διαδικτυακή δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας και στη κατανεμημένη προστασία δεδομένων
2005
Εισέρχεται στο Pacific Rim με την εξαγορά των επιχειρήσεων της Αυστραλιανής και Νέο Ζηλανδέζικης Pickfords Records Management ("PRM")
Εξαγοράζει την LiveVault Corporation, έναν κορυφαίο πάροχο λύσεων δημιουργίας και ανάκτησης αντιγράφων ασφαλείας σε δίσκους και σε απευθείας σύνδεση με διακομιστή, επεκτείνοντας περαιτέρω το τεχνολογικό χαρτοφυλάκιο της Εταιρείας
2006
Η Iron Mountain επεκτείνεται στην Government Services Organization· ανοίγει νέα κεντρικά γραφεία επιχειρηματικής μονάδας επικεντρωμένης προς την κυβέρνηση, στο Dulles, Va.
Η Boston Leader Summit τιμά τον Richard Reese με το βραβείο Οραματικής Ηγεσίας (Visionary Leadership)
2007
Εμφανίζεται για πρώτη φορά στις «400 Κορυφαίες Μεγαλύτερες Εταιρείες» του περιοδικού Forbes Extends records management portfolio with acquisition of Accutrac Software, Inc.
Εξαγοράζει την Stratify, Inc., αυξάνοντας τη σειρά υπηρεσιών eDiscovery
2008
2009
2010
2011
Ο Richard Reese συνεχίζει το ρόλο του Διευθύνοντα Συμβούλου για την Iron Mountain
2012
Το Συμβούλιο εγκρίνει σχέδιο με σκοπό τη μετατροπή σε Καταπίστευμα Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας (REIT)
2013
Ο Richard Reese συνταξιοδοτείται από την Iron Mountain και από το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από 31 έτη
Η Iron Mountain ταξινομείται στη θέση #712 στην κατάταξη FORTUNE 1000
2014
Μετατρέπεται σε Καταπίστευμα Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου
Διοιρίζει τις Jennifer Allerton και Pamela Arway στο Διοικητικό Συμβούλιο